Τον κόσμο τον τρώει η κρίση. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μεταφορικά με την έννοια της επιρροής που ασκεί o μονοπωλιακός λόγος περί κρίσης με τις διάφορες εκδοχές του ‘ τι συμβαίνει’ να πληθαίνουν να συγκρούονται και να συγχύζουν , και κυριολεκτικά με την έννοια του άμεσου επηρεασμού που ασκεί η κρίση σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής . Φτώχια και ακρίβεια, ανεργία και εργασιακή επισφάλεια πολιτικές των εσχάτων και της απόγνωσης βιώνονται πλέον σαν καθημερινότητα σε βαθμό που οι πολλές ερμηνείες φαντάζουν ελλειμματικές αν όχι ανάρμοστες στο να εξηγήσουν τι ακριβώς συμβαίνει. Την κρίση ο κόσμος την βιώνει στο πετσί του. Αυτό δεν χρειάζεται καμιά επιστημονική αυθεντία να το επιβεβαιώσει, πόσο δε μάλλον όταν η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη εθελοτυφλεί αποκρύπτοντας συνειδητά ή ασυνείδητα το χρονικό ενός ‘προαναγγελλόμενου θανάτου’.
Στο παρόν κείμενο εστιάζομαι στις νοηματικές αποκλίσεις που δημιουργεί και εκτρέφει ο λόγος περί κρίσης δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο φάσμα της σχέσης που δημιουργείται μεταξύ δότη και δέκτη, μεταξύ δηλαδή οικονομικής αυθεντίας και κοινής γνώμης. Τον τελευταίο καιρό στα ειδησειογραφικά παράθυρα βλέπουμε να δεσπόζει μια εξειδικευμένη επιστημονική ρητορεία περί κρίσης. Τα γράμματα και τις λέξεις διαδέχονται οι αριθμοί και τα στατιστικά καθιστώντας την όποια κατανόηση για την κρίση ένα δυσεπίλυτο μαθηματικό πρόβλημα. Η πραγμάτευση του οδοιπορικού της κρίσης γίνεται το προνομιακό αντικείμενο της ενδελεχούς μελέτης των οικονομολόγων. Εμπίπτει στην αρμοδιότητα τους, όπως κοινώς αναγνωρίζεται, να εκφέρουν αυτοί πρώτοι άποψη για το γεγονός εφόσον μιλάμε πάντα για κρίση οικονομικής φύσεως, αφήνοντας τους πολιτικούς σε δεύτερη μοίρα να αναπαράγουν τα χιλιοειπωμένα δικά τους. Η πρωτοκαθεδρία του πολιτικού στοιχείου χάνεται από την επέλαση του οικονομικού, που τείνει να αγνοεί οτιδήποτε δεν μετράται(1). Με αυτό τον τρόπο δοκιμάζονται οι αντοχές και οι άμυνες κοινωνιών που ακροβατούν σε τεντωμένο σχοινί και που βιώνουν σε πραγματικό χρόνο τα πολλά δεινά της κρίσης.
Αν το βίωμα έρχεται πρώτα και οι εξηγήσεις μετά, τότε μάλλον αυτός είναι και ο λόγος που η οικονομική επιστήμη διάγει βίον λαμπρόν στις μέρες μας με τις πολλές εξηγήσεις να εμπλουτίζουν το δυναμικό του κλάδου. Η ανικανότητα να προβλεφτεί έγκαιρα η κρίση είναι μια ευθύνη που φαίνεται να βαραίνει τον κλάδο με πιο πρόσφατο παράδειγμα εκείνο της απολογίας της κοινότητας των οικονομολόγων του London School of Economics (LSE) στην βασίλισσα Ελισάβετ για την αδυναμία τους να προβλέψουν την κρίση. Στην επιστολή που προσυπογράφεται από δέκα διακεκριμένους οικονομολόγους, επισημαίνεται η έλλειψη συλλογικής διαίσθησης (collective imagination) πολλών επιφανών ανθρώπων να προβλέψουν την επερχόμενη κρίση εξαιτίας του αγνωστικισμού τους σε θέματα κοινωνιολογίας ψυχολογίας και ιστορίας(2). Η υπέρμετρη αφοσίωση σε οικονομετρικά μοντέλα όπως λένε δεν τους επέτρεψε να διαυγάσουν τον ορίζοντα της κρίσης με αποτέλεσμα το κακό να έρθει απρόσμενα, πέρα όμως της προφανούς δικαιολογίας των οικονομολόγων υπάρχουν παράμετροι σε αυτή την δήλωση που χρήζουν περαιτέρω εξέτασης. Οι οικονομολόγοι σαφώς και δεν περίμεναν άφεση αμαρτιών από την βασίλισσα για την ευθύνη που τους βαραίνει. Η απολογία φυσικά δεν έλαβε χώρα σε κανένα δικαστήριο, επομένως ούτε κατηγορίες απαγγέλθηκαν, ούτε ποινές επιβλήθηκαν. Η ζωή έτσι και αλλιώς μας διδάσκει πως τα λάθη των ειδημόνων εύκολα συγχωρούνται και μεγάλα εγκλήματα ξεχνιούνται στην σκιά νέων προβλημάτων που έπονται.
Η δήλωση των οικονομολόγων αποτελεί κίνηση στρατηγικής σημασίας με την έννοια ότι την ίδια ώρα που απολογούνται ,προαναγγέλλουν ταυτόχρονα την αρτιότερη γνωσιολογική τους κατάρτιση σε ζητήματα που δεν άπτονται απαραίτητα των ενδιαφερόντων τους. Ο εμπλουτισμός της οικονομικής επιστήμης με γνώσεις κοινωνιολογίας, ιστορίας και ψυχολογίας μπορεί να καταστήσει το έργο των οικονομολόγων διεπιστημονικό, και την άνοδο τους στα σκαλοπάτια της εξουσίας έργο εξειδικευμένης γνώσης. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που ήδη βλέπουμε να συμβαίνει με την σταδιακή άνοδο οικονομολόγων τεχνοκρατών στην εξουσία παρουσιαζόμενοι ως οι καθ’ύλην αρμόδιοι να χειριστούν οικονομικά ζητήματα εκτάκτου ανάγκης (βλ. Ελλάδα Παπαδήμος), εκεί που οι πολιτικοί φαινομενικά αποτυγχάνουν.
Αυτή η ‘υποτίμηση εαυτού’ λοιπόν από πλευράς οικονομολόγων λειτουργεί δυνητικά για την ενίσχυση του πολιτικού ρόλου της οικονομίας στην δημόσια ζωή. Προλειάνει το έδαφος για ενδυνάμωση των δυνατοτήτων ενόρασης του κινδύνου, δίνει χώρο στην προώθηση νέων πολιτικών εκτάκτου ανάγκης « γενικεύοντας άνευ προηγουμένου το παράδειγμα της δημόσιας ασφάλειας ως κανονικής τεχνικής διακυβέρνησης»(3). Στα πλαίσια αυτά ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές διαπλάθονται και ευθυγραμμίζονται με την λογική ενός οικονομικού πολέμου που επηρεάζει και επικαθορίζει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Η επιμονή στις πολλές ρητορικές για την κρίση εκτρέφει την λογική ότι αυτός ο πόλεμος δεν έχει προηγούμενο, πρόκειται για ένα νέο είδος σύρραξης κατά το οποίο οι αντίπαλοι δεν παρατάσσονται ακριβώς ενώπιος ενωπίω, αφού είναι ακατονόμαστοι και μη συμβατοί . ‘Το παρασιτικό κεφάλαιο’ και ‘το ασήκωτο χρέος’ εμφανίζονται ως εχθροί χωρίς πρόσωπο που το κράτος και ο καθένας ξεχωριστά από την σκοπιά του οφείλει να πολεμήσει. Η προώθηση αυτής της λογικής εξυπηρετεί σκοπούς ενίσχυσης του αισθήματος εθνικής ασφάλειας και ομοψυχίας μπροστά στον κοινό κίνδυνο που ακούει στο δημόσιο χρέος. Μεταβάλλει και συμμετροποιεί ένα πόλεμο με πολύμορφα ταξικά χαρακτηριστικά σε μια εναγώνια προσπάθεια για αποσκίρτηση από τον κοινό ζυγό της κρίσης.
Ένα σημείο που ενδεχομένως να αναφέρθηκε πιο πάνω και τυγχάνει καθαρότερης διατύπωσης, είναι ότι η ανάλυση των δεδομένων που οδήγησαν στην κρίση είναι ένα έργο που ακολουθεί, που έπεται της όποιας πολιτικής απόφασης. Μπορεί δηλαδή να γίνονται γνωστά τα ελλείμματα που μαστίζουν τα ταμεία του κράτους, μπορεί να διαπιστώνονται λάθη στην χάραξη δημοσιονομικής πολιτικής, ασύδοτες πολιτικές των τραπεζών και άλλα, αυτά ωστόσο είναι διαγνώσεις που ακολουθούν,άσχετο αν στην προκειμένη περίπτωση αυτές εκθέτουν βλάσφημες πολιτικές και αποτυχημένους χειρισμούς από πλευράς πολιτικών παραγόντων(4).
Σημαντικό σε αυτή την κουβέντα είναι να κατανοηθεί ότι η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη κάθε άλλο παρά καθαρά έχει τα χέρια της μέσα σε αυτή την κρίση. Οικονομία και πολιτική δεν αποτελούν κλάδους ανεξάρτητους που δρουν ξέχωρα στην διαμόρφωση συνθηκών στον κόσμο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και της ασύδοτης κατανάλωσης. « Η θεμελιώδης αρχή της τέχνης της βιοπολιτικής διακυβέρνησης…» θα πεί ο Φουκώ είναι «…η εισαγωγή της οικονομίας στην πολιτική πρακτική»(5) , γεγονός που επιβεβαιώνεται πλέον και ρητά με τις συχνές εναλλαγές τεχνοκρατών οικονομολόγων στα βάθρα της εξουσίας και την επίμονη παρουσία του λόγου περί κρίσης.
Οι μαθηματικές φόρμουλες και οι δυσεπίλυτοι οικονομικοί τύποι πλασάρονται στα δελτία ειδήσεων με τέτοια άνεση, ως σαν να πρόκειται για γνώση που ο δέκτης θα έπρεπε ήδη να κατέχει έτσι ώστε να μπορεί να εκφέρει άποψη. Η τυχούσα άγνοια περί του οικονομικού περιεχομένου της κρίσης δημιουργεί τριγμούς και ανασφάλειες στην ευρύτερη κατανόηση της κατάστασης εντείνοντας τις αποκλίσεις μεταξύ κατεχόντων την γνώση και μη. Σε ένα κλίμα ήδη φορτισμένο από τα πολλά αρνητικά της κρίσης η όποια απόκλιση εύκολα μπορεί να μετεξελιχθεί σε αντιδικία και διαπληκτισμό.
Η νοηματική απόκλιση, για την οποία εδώ γίνεται λόγος αποτελεί αντανάκλαση και δομικό στοιχείο της ταξικής σύγκρουσης. Η προσπάθεια τιθάσευσης του λόγου περί κρίσης χρησιμοποιεί πατροπαράδοτες ρίμες όπως ‘εθνική σωτηρία’ και ‘κοινός εχθρός’ επιχειρώντας να κατευνάσει και να συμμετροποιήσει την λαϊκή οργή. Εξηγά τα ανεκδιήγητα, βάζει τα ατακτοποίητα σε διάταξη, προτείνει μέτρα σοκ για την αναζωογόνηση της επένδυσης και της επιχειρηματικότητας. Αποφεύγει να μιλήσει για απευθείας ενόχους ρίχνοντας βάρος στην διαχείριση του ακατονόμαστου κινδύνου, μιλά με ποσοστά και με ελλείμματα, απεδαφικοποιεί τον πολιτικό λόγο από την σκακιέρα της realpolitik. Προαναγγέλει με όρους οικονομίας τα έκτακτα πολιτικά μέτρα του αύριο. Βάζει την ζωή σε καραντίνα στην σκιά μιας πάντα αβέβαιας προοπτικής.
Όσο το πεδίο ανάλυσης της κρίσης διευρίνεται τόσο ο ορίζοντας της πρόβλεψης μικραίνει. Η κρίση βρίσκεται πάντα προ των πυλών και εν κινήσει, κτυπώντας ανεπανόρθωτα τον πιο αδύναμο κρίκο. Μαζί σπέρνει πανικό στις κοινωνίες όλου του κόσμου που μέχρι να καταλάβουν τι τους γίνεται βιώνουν σε πραγματικό χρόνο τα πολλά δεινά της. Η βιομηχανία παραγωγής οικονομικών αναλύσεων ανθεί καθώς οι γνωματεύσεις των οικονομολόγων εξαργυρώνονται με περίλαμπρες καριέρες και έδρανα στα κοινοβούλια. Ενώ οι αναλύσεις πληθαίνουν η συνεννόηση χάνεται. Καταγράφεται εν προκειμένω άλλη μια παραφωνία , άλλο ένα χάος στη σχέση μεταξύ κυρίαρχου λόγου και βιωματικής πραγματικότητας, που παράλληλα ενισχύει το καθεστώς ταξικής αντιπαλότητας και κοινωνικής σύγκρουσης.

1) Mayer 1996, οπως καταγράφεται στο κείμενο του Μ. Ζουμπουλάκη Μετά την κρίση τι θα διδάσκουμε? Η οπτική της ιστορίας των οικονομικών θεωριών, Σύγχρονα Θέματα τεύχος 113 σελ. 21
2) Http:www.thedailybell.com/464/Queen-told-how-economists-missed financial crisis.html και Ζουμπουλάκης σελ.20
3) Agamben G., Κατάσταση εξαίρεσης, Εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2007, σελ.31
4) Μια σύντομη αλλά εύστοχη σκιαγράφηση του προφίλ της οικονομικής επιστήμης είναι αυτή του Βασίλη Πεσμαζόγλου Κρίση: Πρίσματα θέασης, Σύγχρονα Θέματα τεύχος 115
5) Foucault 2011: 73 οπως καταγράφεται στο κείμενο του Μ.Εμμανουηλίδη και Χ.Νασιόπουλου Οικονομία του κινδύνου, Πολιτικές Διακυνδίνευσης, περιοδικό Θέσεις τεύχος 117 σελ.132. Το κείμενο προσφέρει μια αιρετική μη συμβατή άποψη σε σχέση με την ‘συγκυρία’ επιτρέποντας μια διαφορετική προσέγγιση της οικονομικής κρίσης.

Aneipwtos